εὐδόξως

εὐδόξως
εὔδοξος
of good repute
adverbial
εὔδοξος
of good repute
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Εὐδόξως — Εὔδοξος of good repute masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύδοξος — I (αρχές 2ου αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος από την Κύζικο. Έφτασε δύο φορές στις Ινδίες, προσεγγίζοντας επίσης στις ακτές της Σομαλίας. Στη συνέχεια περιέπλευσε τη δυτική Αφρική, προσπαθώντας ίσως να φτάσει στις ίδιες χώρες από τη θάλασσα. Έφτασε στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”